τζίφος

τζίφος
boşuna, sonuçsuz, haybeye

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τζίφος — ο αποτυχία, χαμένος κόπος: Τζίφος η δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζίφος — ο, Ν άγονη προσπάθεια, αποτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, < αραβ. zife, ενώ, κατ άλλη, από το ψῆφος, που πήρε τη σημ. «μηδέν»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”